- φύκοθριξ
- φῡκο-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,A shaggy with seaweed,
πέτρη Matro Conv.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέτρη Matro Conv.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυκόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α καλυμμένος με πολλά φύκη («φυκότριχος πέτρης», Μάτρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, σταχυό θριξ] … Dictionary of Greek